ῥυτός

ῥυτός
ῥῡτός (A), ή, όν,
A quarried,

ῥυτοῖσιν λάεσσι Od.6.267

, 14.10. (Cf. Lat. rāta caesa.)
------------------------------------
ῥῡτός (B), ή, όν, (ἐρύω (A))
A dragged, hauled,

σανίδες Ph.Bel.95.48

(s.v.l.).
2 Subst. neut. pl. ῥῡτά, τά, reins (cf. ῥυτήρ (A) 2a),

ῥυτὰ χαλαίνειν Hes.Sc.308

.
------------------------------------
ῥῠτός, ή, όν, ([etym.] ῥέω)
A flowing, fluid, liquid,

ῥυτᾶς ἐξ ἁλός A.Ag.1408

(lyr.); ῥ. πόροι (v.

πόρος 1.3

) Id.Eu.452;

ῥυτῶν ὑδάτων λουτρά S.OC 1598

;

παγά E.Hipp.123

(lyr.); ὑγρὸν ῥ., opp. πακτόν, Ti.Locr.99c; [ὕδατα] ῥ. distd. fr. στάσιμα, Arist.Mete.353b19, cf. Thphr.CP2.6.3; distd. fr. φρεατιαῖα, Plu.2.954c.
II ῥῠτόν, τό, drinking-cup or horn, running to a point, where was a small hole, through which the wine ran in a thin stream, S.Fr.772, D.21.158, PPetr.3p.113 (iii B.C.), Inscr.Délos442B27 (ii B.C.), Plb.14.11.2, Plu.Alex.67; made in the form of an elephant, a trireme, the god Βησᾶς, Damox.1.2, Epin.2.1, Hedyl. ap. Ath.11.497d; funnel used as a filter, Ps.-Democr. ap. Zos. Alch.p.155B.; v. κρουνίζω:—[var] Dim. [full] ρύτιον [ῠ], τό, only in Lat. form rhytium, Mart.2.35.2.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ῥυτός — quarried masc nom sg ῥῡτός , ῥυτός quarried masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρυτός — (I) ή, όν, Α βλ. ρυτός. (II) ή, όν, Α αυτός που σύρεται, που τόν τραβούν, ελκυστός 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ῥυτά τα ηνία αλόγων. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. αβέβαιης ετυμολ. που απαντά μόνο στην φρ. ῥυτοῖσι λάεσσι. Η άποψη ότι η λ. συνδέεται… …   Dictionary of Greek

  • ῥυτοί — ῥυτός quarried masc nom/voc pl ῥῡτοί , ῥυτός quarried masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥυτούς — ῥυτός quarried masc acc pl ῥῡτούς , ῥυτός quarried masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥυτά — ῥυτά̱ , ῥυτή rue fem nom/voc/acc dual ῥυτά̱ , ῥυτή rue fem nom/voc sg (doric aeolic) ῥυτόν neut nom/voc/acc pl ῥυτός quarried neut nom/voc/acc pl ῥυτά̱ , ῥυτός quarried fem nom/voc/acc dual ῥυτά̱ , ῥυτός quarried fem nom/voc sg (doric aeolic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φονόρυτος — και, για μετρικούς λόγους, φονόρρυτος, ον, Α αυτός που στάζει αίμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φόνος + ρυτος (< ῥυτός < ῥέω), πρβλ. αἱμό ρυτος, ἐλαιό ρυτος] …   Dictionary of Greek

  • ῥυτῶν — ῥυτή rue fem gen pl ῥυτόν neut gen pl ῥυτός quarried fem gen pl ῥυτός quarried masc/neut gen pl ῥῡτῶν , ῥυτός quarried fem gen pl ῥῡτῶν , ῥυτός quarried masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥυτόν — neut nom/voc/acc sg ῥυτός quarried masc acc sg ῥυτός quarried neut nom/voc/acc sg ῥῡτόν , ῥυτός quarried masc acc sg ῥῡτόν , ῥυτός quarried neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάνρυτος — ον, Α πάρα πολύ ρευστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ρυτος (< ῥυτός < ῥέω), πρβλ. αγνό ρυτος] …   Dictionary of Greek

  • κλεψίρρυτος — κλεψίρρυτος, ον (Α) 1. αυτός που ρέει κρυφά 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ Κλεψίρρυτος ονομασία μικρού ρεύματος στην Αθήνα, το οποίο σε κάποιο τμήμα του έρρεε κάτω από το έδαφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψι (< κλέπτω) + ρυτος (< ρυτός < ρέω), πρβλ. μελί… …   Dictionary of Greek

  • ρέω — ῥέω, ΝΜΑ, και επικ. τ. ῥείω Α 1. χύνομαι, τρέχω, κυλώ (α. «τα δάκρυά της έρρεαν ποτάμι» β. «ἔρρεεν αἷμα», Ομ. Ιλ.) 2. αναβλύζω, ξεχύνομαι (α. «το νερό τής βρύσης έρρεε άφθονο» β. «[πηγὴ] ὕδατι ῥέει», Ομ. Ιλ.) 3. φρ. «τα πάντα ρει» τα πάντα κυλούν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”